Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Λουλούδι στο τσιμέντο

Ήταν ο πιό παγωμένος δεκέμβρης όλων των εποχών. Ο Βλάσσης δεν πήγε σχολείο. Είχαν σπάσει οι σωλήνες του καυστήρα απ το πρωτοφανές πολικό ψύχος και το σχολείο έμεινε κλειστό για δύο βδομάδες. Ο Βλάσσης δεν ήταν ένας κλασσικός μαθητής της δευτέρας γυμνασίου. Ο Βλάσσης ηταν 24 χρονών, είχε παρατήσει το σχολείο στα 14, η ζωή ήταν δύσκολη τότε. Είχε αφήσει έγκυο την Μιχαέλα και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην νέα του ζωή.

Οικοδομή το πρωί, delivery το μεσημέρι και φυλλάδια το βράδυ. Σκατά. Το μυαλό του Βλάσση άρχισε να μεταλάσεται. Είχε σχιζοφρενικές τάσεις, και συχνά έβλεπε τους γύρω του σαν τεράστια γρανάζια που κυλούσαν στην λεωφόρο του φωτός που ονομάστηκε Αθήνα.

Δεν είχε κι άδικο.

Η Μιχαέλα τον είχε ήδη ξεχάσει τρία χρόνια αφότου γεννήθηκε ο Κούλιο. Ο γιός του Βλάσση.

Oνομάστηκε Κούλιο προς τιμήν του "αφανή" χρηματοδότη της οικογένειας. 

Πουτάνα Αργεντινή!!!

Ο Κούλιο ήταν έυπορος Αργεντίνος κτηματομεσίτης. Γυρνούσε την υφήλιο και έχτιζε το χαρέμι του. Φτωχές δεσποινίδες ανα τον κόσμο πλαισίωναν τον γκαβάλο του και άρμεγαν τις παραφουσκωμένες τσέπες του. Ο Βλάσσης ήταν μονογαμικός. Ποτέ του δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την Μιχαέλα. Ποτέ του δεν μπόρεσε να σβήσει την θύμιση του μικρού Κούλιο. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα και η εικόνα του Κούλιο να τρώει χαρούπια, μελομακάρονα και να πίνει αχνιστό σαλέπι μετατρεπόταν σε λάμα στα πλευρά του Βλάσση. 

"Οχι!!! Δεν παει άλλο!!" φωνάζει, και πετάει μια καρτέλα xanax απ το παράθυρο.

Ντύνεται γρήγορα και παίρνει μαζί του ενα μπουκαλάκι metaxa. Το φτηνό με τα 7 ευρώ. 

Ανοίγει την εξώπορτα και γίνεται ένα με την χριστουγεννιάτικη πάχνη που πάλευε να σταθεροποιηθεί στα διερχόμενα αμάξια. Γύρω του γρανάζια κυλούσαν, κοιτούσε συνεχώς πίσω. Πάντα ήταν τυχοδιώκτης ο Βλάσσης, νόμιζε οτι τον κυνηγούσε μονίμως ενας χείμαρος. Ένα μαυροθαλασσιώτικο κύμα,το οποίο ποτε του δεν είχε δει. Απλά το άκουγε και μύριζε την αρμύρα του.

Ρουφάει μια τζούρα κονιάκ και χάνεται στο στενό του Τσαρουχά με τους πατσάδες.

-"Γαμώ τα χριστούγεννα, μέχρι κι ο Λέω κλειστός"

-"Γκουχ,γκουχ"

Κι ενα χέρι σκουντάει τον Βλάσση στο πίσω μέρος του δεξιού πλευρού του.

-"Γειά, είμαι ο Σεργκέη, σε βλεπω εδω και καιρό στην γειτονιά και μου αρέσεις."

(Άκρα του τάφου σιωπή.)

Ο Σερκέη ήταν επιβλητικός. Δυο μέτρα, ξανθός με χτισμένες πλάτες. Σκέτος Ιππότης βγαλμένος απ τον μεσαίωνα. Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε το όνομα του.

Σερ-γκέη.

Γάμησε τα φίλε. Παράξενη φάση.

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν καλά καλά, μύρισε ο ένας την σιωπή του άλλου, και κάπου εκεί έγινε το απροσδόκητο. Ο Βλάσσης έχωσε την γλώσσα του στο στόμα του Σεργκέη και άρχισε παθιασμένα να του σκάβει τα ούλα. Τα χέρια του εξερευνούσαν τα ξανθιά του μαλλιά, και τα μάτια του κλείσαν, αφημένα στο πάθος που μόνο ένας κερυνοβόλος έρωτας μπορούσε να δώσει.

-"Αίσχος" Φωνάζει μια γριούλα σε αναπηρικό καροτσάκι απ ένα παραθυρο που χε οπτική πρόσβαση στο στενάκι.

Πρίν προλάβει να προφέρει το παχύ και λιγδωμένο "ς" της λέξης, ο Σεργκέη την πυροβόλησε. Την σκότωσε εν ψυχρό. Ο Βλάσσης για πρώτη φορά στην ζωή του ένιωσε ασφάλεια. Έναν άνθρωπο να τον νοιάζεται, ένα στήριγμα.

Εν έτη 2010, ο Βλασσης κι ο Σεργκεή συγκατοικούν. Δεν προσπάθησαν ποτε να παντρευτούν, άλλωστε ποιος θα μπορούσε να ανεχτεί την κατακραυγή της κοινωνίας, τα πικρόχολα σχόλια του Γιώργου Αυτιά, το μεσιανό δάχτυλο της κατα τα άλλα συγχρονης πολιτείας.

Ακόμα φασώνονται σε στενά. Ακόμα πυροβολάνε γιαγιάδες σε αναπηρικά καροτσάκια. Ακόμα ζουν τον κεραυνοβόλο έρωτα.Ακόμα.....


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου